- ταλαιπωρίες
- патишта
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κακοπονητικός — κακοπονητικός, ή, όν (Α) αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῡ σώματος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)] … Dictionary of Greek
καταταλαιπωρώ — (Μ καταταλαιπωρῶ, έω) ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, καταβασανίζω, υποβάλλω σε πολλές ή φοβερές ταλαιπωρίες μσν. (ενεργ. και παθ.) βασανίζομαι από ταλαιπωρίες, καταθλίβομαι («δεσμοῑς ἀφύκτοις καταταλαιπωρήσας», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… … Dictionary of Greek
φερέπονος — η, ο / φερέπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που υπομένει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός, υπομονητικός αρχ. 1. αυτός που προξενεί κόπους και ταλαιπωρίες, ο αίτιος δυστυχίας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φερέπονον η φερεπονία. επίρρ... φερεπόνως Μ με… … Dictionary of Greek
φιλοταλαίπωρος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι ταλαιπωρίες, που αντέχει στις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ταλαίπωρος] … Dictionary of Greek
Χάρυβδη — η / Χάρυβδις, ύβδεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ύβδιος Α μυθ. μυθικό θαλάσσιο τέρας, με μορφή γυναίκας, προσωποποίηση τής θαλάσσιας δίνης, που μαζί με τη Σκύλλα καταπόντιζε τα πλοία και κατάπινε τους ναύτες, όταν περνούσαν τον Σικελικό Πορθμό νεοελλ … Dictionary of Greek
άθλιβος — η, ο (AM ἄθλιβος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει υποστεί ταλαιπωρίες, που δεν έχει δοκιμάσει στενοχώριες αρχ. αυτός που δεν πιέστηκε, άθλιπτος, άστιφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θλίβω] … Dictionary of Greek
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek